-
1 ἀγοστός
ἀγοστός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγοστός
-
2 ἀγοστός
ἀγοστός: hand bent for seizing; ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ, ‘clutched the ground,’ said of the warrior's dying agony, Il. 11.425; cf. κόνιος δεδραγμένος ( δράσσομαι).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγοστός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский